ἠθμοειδοῦς

ἠθμοειδοῦς
ἠθμοειδής
like a strainer
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… …   Dictionary of Greek

  • παπυρώδης — ῶδες, ΝΑ [πάπυρος] αυτός που μοιάζει με πάπυρο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια τού λαβυρίνθου τού ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα τής κόγχης τού οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • ρινόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή από τους ρώθωνες εγκεφαλονωτιαίου υγρού επί κατάγματος τού τετρημένου πετάλου τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhoea (< ῥίς, ῥινός + ρροία (< ρρους < ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον… …   Dictionary of Greek

  • σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… …   Dictionary of Greek

  • τετρημένος — η, ο, Ν φρ. «τετρημένο πέταλο» ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. τέτρημαι τού αρχ. ρ. τετραίνω* «τρυπώ,… …   Dictionary of Greek

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek

  • κάλλαιο — Τμήμα του κάθετου πετάλου του ηθμοειδούς οστού του κρανίου, που οφείλει την ονομασία του στην ομοιότητα με το κ. (λειρί) του κόκορα. Το μπροστινό χείλος έχει δύο μικρές αποφύσεις (πτέρυγες), ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται αύλακα που καταλήγει στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”